Τρίτη 17 Μαρτίου 2009
βέλος και νους
Μάρκου Εις Εαυτόν, 8.60
Ἄλλως βέλος, ἄλλως νοῦς φέρεται.
ὁ μέντοι νοῦς καὶ ὅταν εὐλαβῆται
καὶ ὅταν περὶ τὴν σκέψιν στρέφηται, φέρεται κατ' εὐθὺ οὐδὲν ἧττον καὶ ἐπὶ τὸ προκείμενον.
Aλλιώς κινείται το βέλος, αλλιώς ο νους. Παρ' όλα αυτά ο νους, ακόμα κι όταν έχει τεταμένη την προσοχή* ή όταν στρέφεται γύρω από την έρευνα, κινείται κατ' ευθείαν προς το στόχο όπως ένα βέλος.
There is motion and motion, the motion of the arrow and the motion of mind. Yet mind, even when it works cautiously and plays around some problem, is none the less moving straight on, towards its appointed end.
*Ευλαβούμαι: η ευλάβεια είναι μια από τις ευπάθειες, τις θεμιτές συγκινήσεις που νιώθει ο Στωικός αντί των συνηθισμένων παθών. Αντί του φόβου ο Στωικός θα νιώσει ευλάβεια δηλαδή θα έχει τεταμένη την προσοχή, θα είναι σε επιφυλακή. Ευλάβεια σημαίνει: διάκριση, προσοχή, πρόβλεψη, και κατά προέκταση σεβασμός προς το Θείον. Από το ευ και λαμβάνω δηλώνει την αγαθή λήψη και επιμέλεια για αυτήν.
Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009
Πρυτανείον
Το Πρυτανείο της Λύκτου βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Χωριζόταν σε δύο μεγάλες αίθουσες με έδρανα και εστίες και δύο βοηθητικούς χώρους όπισθεν του κτιρίου. Στην πρώτη αίθουσα Κόσμοι και Βουλευτές σιτίζονταν και υποδέχονταν τις ξένες αντιπροσωπείες. Πίσω υπήρχε χώρος για την προετοιμασία της εστίασης. Στην δεύτερη αίθουσα συνεδρίαζαν οι εκλεγμένοι άρχοντες. Πίσω της στεγαζόταν το αρχείο και η βιβλιοθήκη του Πρυτανείου. Από την Βορινή κεντρική θύρα, τα μέλη της Ευνομίας όπως ονομαζόταν το συμβούλιο των Κόσμων έβγαιναν στον περίβολο από όπου μπορούσαν να δουν μεγάλο μέρος της πόλης. Απέναντι βρισκόταν η πλατεία της αγοράς, στη σκιά της ακρόπολης με τον Ναό της Αθηνάς Πολιάδος. Το πολεμικό άγαλμα της Αθηνάς έλαμπε εκτυφλωτικά από την ακρόπολη τα ηλιόλουστα μεσημέρια. Περιμετρικά της ακρόπολης και της αγοράς, τα διάφορα δημόσια κτίρια της Λύκτου και εμπορικά καταστήματα. Ακόμα πιο βόρεια το λαξευτό στο λόφο θέατρο στρεφόταν προφυλαγμένο από τον χειμερινό αέρα προς Νότον. Εκεί γίνονταν άλλωστε εκτός από παραστάσεις οι εκλογές των Κόσμων και οι συνελεύσεις της Εκκλησίας των Λυκτίων. Χαμηλότερα τα βόρεια τείχη ορθώνονταν ανάμεσα σε δύο βουνοπλαγιές. Στο κέντρο τους, άνοιγε η μεγάλη πύλη στην οποία έφτανε η θαλάσσια οδός, ο δρόμος προς τους λιμένες της πόλης. Δύο στάδια προς τα δυτικά τείχη φαινόταν το ύψωμα του τεμένους με το Ναό του Φοίβου, και χαμηλότερα το Ωδείο, το Γυμνάσιο, οι βωμοί των Ηρώων και το Στάδιο. Νότια πέρα από τις συνοικίες των ελεύθερων και περιοίκων απλώνονταν ανισοϋψή κτήματα, λόφοι με αμπέλια, ναϊσκοι και τεμένη, περιβόλια και αγροί με τις διάσπαρτες κατοικίες της Μνοίας, των δημόσιων δούλων και το Μαρνείον, όπου κάθε μήνα συνερχόταν η Μνώια σύνοδος, το συμβούλιο της Λύκτιας οικετηίας. Στα ανατολικά ελαιώνες, ανδρεία, στρατόπεδα και πέρα στο βάθος ως την επιβλητική οροσειρά της Δίκτης με το οροπέδιο της Λασύνθου, χαράκια, πρινοδάση και λιβάδια φιλοξενούσαν αετούς, κάπρους και αιγοπρόβατα. Αλήθεια, μια ματιά μόνο από τον περίβολο του Πρυτανείου έφτανε για να πειστεί ο οποιοσδήποτε ξένος ότι η Λύκτος ήταν αλήθεια οχυρωμένη από τη φύση και καλοχτισμένη.
Ευκτιμένη, ναι όπως τη λένε οι ποιητές, αλλά μάλλον αναγκαστικά αφού δεν διέθετε το παραμικρό ίσιωμα και πεδιάδα! Υποχρεωτικά έπρεπε να φτιάξουν οι προγόνοι τους κλιμακοστάσια, τράφους και τειχιά για να κατοικήσουν εκείνα τα βουνά! Χαμογέλασε για μια στιγμή ο Κωμαστάς. Η απόσπασή του αυτή κράτησε μόνο μια στιγμή γιατί την επόμενη οι ξένοι που πλησίαζαν όπως κατάλαβε από το βουητό του κόσμου, έφταναν μέσα από την Αγορά, με μπροστάρηδες πέντε γέροντες βουλευτές της Λύκτου. Διέκρινε τον γέρο Πρείγιστο και δίκην οδηγού, το θείο του Κλευμενίδα.
Ο Κωμάστας προσπάθησε να μαντέψει ποιούς έστελναν ως απεσταλμένους καθώς ο πρόξενος της Γόρτυνας Ευάμερος, ένας πλούσιος Λύκτιος με καταγωγή από τη Χερρόνασο που είχε πολλές φορές βοηθήσει τους Γορτυνίους, είχε πληροφορίες ότι η πολιτική κατάσταση δεν ήταν καλή και θα ήταν προτιμότερο να μην ανακατευτεί για την ώρα. Ίσως κινδύνευε ακόμα και η ζωή του. Από τη στιγμή που ο Ευάμερος δήλωσε κώλυμα, το μόνο που μάθαιναν ήταν ότι πρεσβεία των ενώσεων θα ερχόταν εκείνη τη μέρα για να τους επιδώσει κάποιο ψήφισμα. Η αγωνία του Κωμάστα λοιπόν ήταν δικαιολογημένη.
Δύο άνδρες με επίσημους χιτώνες κάτω από τα ταξιδιωτικά πανωφόρια και ραβδιά ξεχώρισαν από την ομάδα, εισήλθαν στο προαύλιο και με τον ήχο του τυμπάνου των τελετών ανέβηκαν στο πλατύσκαλο του Πρυτανείου όπου και στάθηκαν. Ακολουθούνταν από τους δούλους τους και έξι δρομείς ελαφρά οπλισμένους με τόξο και μικρή δερμάτινη ασπίδα στα χρώματα της Κνωσού. Πίσω τους οπισθοφυλακή, τους ακολουθούσε η Λύκτια περίπολος της ημέρας με δερμάτινους θώρακες και καλά οπλισμένη υπό τις διαταγές του αξιωματικού φρουράς. Ο Κλευμενίδας με μια τελετουργική κίνηση της δεξιάς έδειξε στους προξένους τον Πρωτόκοσμο της Λύκτου.
-Κοσμόπολι Αρχέμαχε, Κόσμοι της Λύκτου, χαίρετε!
Η δυνατή φωνή του ραβδοφόρου ξένου άρχισε με την τυπική προσφώνηση προς την επίσημη αρχή της Λύκτου.
-Εγώ είμαι ο πρόξενος Θηρίμαχος του Ευβουλίδα απεσταλμένος των Κνωσίων, των Παμφίλων κοσμιόντων, και δίπλα μου ο Σώδαμος του Αγαθοκλέα απεσταλμένος της κυβέρνηση των Αιθαλέων της Γόρτυνος. Φέρνουμε σε εσάς την πρόταση της συμμαχίας.
Με ένα νεύμα ο δούλος που στεκόταν πίσω του έβγαλε ένα τρίπτυχο από το σακίδιο και το έτεινε μπροστά. Ο Θηρίμαχος το πήρε και τα άνοιξε αργά. Πήρε βαθιά ανάσα έτοιμος να αναγνώσει το κείμενο που ήταν σκαλισμένο στην ξύλινη κερωμένη επιφάνεια των πινακίδων.
-Ποια συμμαχία είναι αυτή που σε ανάγκασε να έρθεις για να μας διαβάσεις την πρότασή της Θηρίμαχε;
Άκομψα τον διέκοψε καγχάζοντας ο Αρχέμαχος και ανοίγοντας την αγκαλιά του με ανοικτές προς τα πάνω παλάμες σε μια μάλλον θεατρική στάση, κάτι ανάμεσα σε απορία και προσευχή.
-Μια και μοναδική συμμαχία υπάρχει στην Κρήτη πλέον Κοσμόπολι!
Απάντησε θυμωμένα ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του ο Θηρίμαχος και συνέχισε ξεχνώντας ότι μια στιγμή πριν σκόπευε να διαβάσει την απόφαση που του εγχείρησε ο δούλος του. Ο Κωμάστας κατάλαβε ότι ο τρόπος του Αρχιμάχου τον είχε εκνευρίσει.
-Αγνοείς ότι η ένωση της Κνωσού και η ένωση της Γόρτυνας από φέτος είναι σε συνθήκη συμμαχίας; Η κρίση των συμμάχων για την πόλη σας, για την πόλη σας που α-πο-στα-τεί, είναι η άμεση παύση της αποστασίας και η υποταγή της στους όρους της πρότασης που φέρω! Αναλυτικά εγώ τώρα θα διαβάσω τους όρους της συνθήκης..
-Μα για ποια αποστασία μιλάς! Εσείς γέροντες της Λασύνθου καταλαβαίνετε πράμα;
Γύρισε απευθυνόμενος στους βουλευτές της φυλής που έδωσε την περσινή Ευνομία.
-Ίντα λέει ο πρόξενος; Αποστατήσαμε; Μα να μη μου πει κανείς πράμα! Ίντα φοβηθήκατε πως θα αγριέψω; πάνε τρεις μήνες μπλιο από τσι διακοπές που'καμα στη Γάζα!
Αυτή η φράση είχε αποτέλεσμα να ξεσπάσει το γέλιο του Κωμάστα και των υπολοίπων. Στη Γάζα της Παλαιστίνης είχαν γίνει φονικές μάχες και η μακρά πολιορκία της από τους Σελευκίδες είχε τελειώσει μόλις προ λίγων μηνών. Ως συνήθως Λύκτιοι και άλλοι Κρήτες μισθοφόροι μοιράζονταν στα δύο στρατόπεδα των Συριακών μαχών, μεταξύ Αντιόχου και Πτολεμαίων. Ο Αρχίμαχος είχε επιστρέψει σώος από τις μάχες και με ολόκληρους τους μισθούς του.
-Αυτή η στάση σου Αρχίμαχε δεν σου πρέπει. Απέχει πολύ σε δύναμη η πόλη σου για να αψηφάς τα λόγια και τους νόμους των ισχυρών.
-Πρόσεχε Θηρίμαχε γιατί όποιος έρχεται ακάλεστος για να απειλήσει, προσβάλλει ανθρώπους και Θεούς μαζί.
-Όποιος αντιστέκεται χωρίς να μετρήσει το συμφέρον του πρώτα, μόνο μάταιη μπορεί βοήθεια να αναμένει. Σκεφτείτε το συμφέρον σας και πράξτε αναλόγως.
-Αν το συμφέρον μας είναι να υποταχτούμε στην Κνωσό, να είσαι σίγουρος πως κόντρα σε τέτοιο συμφέρον θα πάμε.
-Οι όροι της συμμαχίας είναι γραμμένοι. Η συμμαχία μας περιμένει την απάντησή σου.
-Η Κνωσός και όχι η συμμαχία θα έχει την απάντηση της Λύκτου, όχι τη δική μου! Και μάλιστα πριν την αυριανή δύση κιόλας!
-Όπως νομίζεις!
Στην αμηχανία της σιωπής που ακολούθησε επενέβη ο Κλευμενίδας με τον γνώριμο συμβιβαστικό του τρόπο.
-Ας αφήσουμε την ένταση μα τον Ξένιο! Ας υποδεχτούμε ανθρώπους που πατάνε πρώτη φορά το πόδι τους στην πόλη όπως πρέπει στις πολιτισμένες κοινωνίες! Εμπρός ας τους οδηγήσουμε στο Κοιμητήριο για να αναπαυθούν μέχρι το δείπνο. Για να μπορέσουν να μεταφέρουν τις απαντήσεις μας πρέπει να κατανοήσουμε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.
-Σοφά μιλάς Κλευμενίδα! Εμείς είμαστε μόνο απεσταλμένοι άλλωστε. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί.
Αφού τόνισε την τελευταία φράση με έναν περίεργο τρόπο, ο Σώδαμος βρήκε την αφορμή και πήρε το τρίπτυχο από το χέρι του Θηρίμαχου δίνοντάς το στον Κλευμενίδα.
-Ώρα να αναπαυθούμε λοιπόν! Πάμε Θηρίμαχε;
-Θα σας περιμένουμε στο δείπνο.
Τους αποχαιρέτησε τυπικά ο Αρχίμαχος, φροντίζοντας να μην δείξει ότι έβραζε μέσα του.
Ο Κλευμενίδας έδωσε το κείμενο ψιθυρίζοντας κάτι στον Αρχίμαχο και στη συνέχεια συνόδεψε μαζί με τους υπολοίπους, τους προξένους στο δημόσιο κτίριο του Κοιμητηρίου. Εκείνο ήταν το μέρος όπου φιλοξενούνταν και διανυκτέρευαν όλοι οι ξένοι εάν δεν διέμεναν στις οικίες των προξένων της πόλης τους φυσικά.
Όταν είχαν απομακρυνθεί ο Αρχίμαχος φώναξε τον Ονάσιμο τον αφαμιώτη του για να ειδοποιήσει τους αρχηγούς των εταιρειών που θα συνέρχονταν στα τέσσερα Ανδρεία της πόλης για το συσσίτιο σχετικά με το τελεσίγραφο της Κνωσού ώστε να συγκληθεί Εκκλησία το επόμενο πρωινό.
-Διοφά, φρόντισε να ειδοποιηθούν τα στρατόπεδα, αύριο στο θέατρο θέλω τους δρομείς παρόντες!
Ο Διοφάς, ο Κόσμος σταρταγέτας έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του, θα έστελνε μάλλον τους βοηθούς του να τρέξουν για τους υπαίθριους στρατώνες των δρομέων, των ένοπλων ανδρών ηλικίας άνω των είκοσι ετών που εκείνη την εποχή συμμετείχαν σε ασκήσεις στα ανατολικά βουνά. Μετά τη δίχρονη στρατιωτική θητεία τους, οι πολίτες πλέον Λύκτιοι ονομάζονταν “δρομείς” και μπορούσαν να πάρουν γυναίκα από τη Λύκτο ή από όποια άλλη πόλη είχε συνθήκη επιγαμίας μαζί τους. Η γυναίκα θα ήταν το αφεντικό της οικείας τους αφού εκείνοι όφειλαν να ζουν σε στρατόπεδα. Οι δρομείς αποτελούσαν την πολεμική μηχανή της Λύκτου, γυμνάζονταν και ασκούνταν συνεχώς. Μόνο στο τριακοστό έτος της ζωής του έπαυε να ονομάζεται δρομέας και αποκτούσε το δικαίωμα να ζήσει μόνιμα με την οικογένειά του στο σπίτι.
Εκείνο το απόγευμα ο Κωμάστας μαζί με τους υπόλοιπους άρχοντες το πέρασε μελετώντας το ψήφισμα της συμαχίας των δύο ενώσεων, και όσο το μελετούσαν τόσο περισσότερο βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Τα λόγια του Σώδαμου του είχαν φανεί γεμάτα υπονοούμενα. Κάτι έκρυβε η Γόρτυνα. Η μεγάλη αντίπαλος της Κνωσού για αιώνες, ξαφνικά σύμμαχός της; Δεν ήταν δυνατόν! Ώστε “εποιήσαντο πάσαν ταν Κρήταν υφ'εαυτούς πλην τας Λυκτίων πόλεως” ; Μα δεν τση κατέχανε καλά! Κακά μαντάτα θα'φέρνανε πίσω!
Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009
Τηλέφωνος
-Ο ελεύθερος πληθυσμός των Κρητών διαιρείται σε φυλές συμφώνως με τους αρχαίους νόμους. Τους αρίστους νόμους των Κρητών αντέγραψε ο Λυκούργος δια την Σπάρτην. Από κάθε φυλή κατά σειράν εκλέγονται καθ'εκάστην φθινοπωρινήν νουμηνίαν οι Κόσμοι, οι οποίοι αναλαμβάνουσιν την επί ενός ενιαυτού διακυβέρνησην της χώρας..
Τα λόγια του δασκάλου Τηλέφωνου μελωδικά (η διαδασκαλία γινόταν άλλωστε σε στίχους) αντηχούσαν πάλι στη μνήμη του Κωμάστα.
-Βεβαίως, εις την Κρήτη ονόματα φυλών όπως Υλλείς, Δυμάνες και Πάμφυλοι παραπέμπουν κατευθείαν εις την τυπική ταυτότητα των "τριχαϊκών Δωριέων"..
Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να αρχίσει το τραγούδι στην παράξενη ιωνικοαιολική φωνή του Ομήρου ο Τηλέφωνος! Ο Κωμάστας υποψιαζότανε μάλιστα ότι το μάθημα ήταν απλώς μια καλή πρόφαση για να ακουστεί η δυνατή και μελωδική φωνή του δασκάλου τους:
Κρήτη τις γαῖ' ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
καλὴ καὶ πίειρα, περίῤῥυτος· ἐν δ' ἄνθρωποι
πολλοὶ ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες· -
ἄλλη δ' ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη· ἐν μὲν Ἀχαιοί,
ἐν δ' Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες
Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί.
Πάντα ευτυχώς έβρισκε τον τρόπο να τελειώσει στο σημείο που έπρεπε. Είχε μία ξεχωριστή ικανότητα να αισθάνεται το μέτρο και εκτός μουσικής!
-Την πόλη κοπέλια, μεγάλη, την κάνουνε οι άντρες, και οι άντρες δεν αποκοιμιούνται με τραγούδια και φαί! Βράζει για μάχη το αίμα ντως! Σκωθήτε εδά! Δε σας εθωρρώ να γλακάτε! Ποιός θα κάμει πρώτος το πέταλο τση Κεφάλας; Πάλι θα χάσετε από τις κοπελιές;
Ίντα άντρες δηλαδή, άνηβοι ήτονε, τρέχανε και παίζανε μαζί με τα κορασοπούλια και δεν είχανε κλείσει τα δώδεκα αλλά ο Τηλέφωνος ήταν αρκετά ευφυής για να προκαλέσει το κοινό αίσθημα υμνώντας τη δύναμη μιας μισητής πόλης σαν την Κνωσό έστω και ποιητική αδεία. Από μια κώμη της Αρκαδίας χώρας, τη Νότια γείτονα της Λύκτου, είχε καταγωγή και κάτεχε καλά τα Κρητικά πράματα.
-Εκτός από ένα, δύο ή και τα τρία αυτά ονόματα των Δωρικών φυλών οι πόλεις της Κρήτης φέρουν και άλλα, τα τοπικά ονόματα των Κρητών. Οι Ευγενείς της Κρήτης άλλωστε, οι Ετεόκρητες επατούσανε "τα ματρίδα γα", χορεύανε στον ίδιο αέρα και έπλεαν τα δύο πελάγη της μητρίδας πολύ πριν τους Αχαιούς του Ομήρου. Η Αρχεία φυλή είναι μια από τις φυλές που διαιρείται ο πληθυσμός των ελεύθερων Λυκτίων. Η δική σου Κωμάστα! και μπορεί μέχρι την εφηβεία να είσαι "σκότιος" για την πόλη, αφανής σαν το σκοτίδι αλλά μετά οφείλεις να λάμψεις γιατί η χώρα θα σε χρειαστεί όπως η μέρα το φως του ήλιου..
Οι ορμήνιες του Τηλέφωνου γυρίζανε πάλι στην κεφαλή του. Φαίνεται πως το μεσημέρι στον ουρανό της Λύκτου για τον ίδιο είχε φτάσει φέτος. "Επί των Αρχείων Κοσμιόντων", θα άρχιζε η αναγραφή των ψηφισμάτων φέτος όταν η Εκκλησία των Λυκτίων ψήφιζε θετικά στις πολιτικές προτάσεις τους, μετά από το προβούλευμα των Γερόντων. Από ιστορική γενιά, οι Αρχείοι αυτοαποκαλούνταν η "αρχή" της Λύκτου. "Οι ευγενείς εμείς και οι λαϊκοί αυτοί", καμάρωναν μεταξύ τωνε οι συγγενείς του, ξανοίγοντας αφ'υψηλού τους Διφύλους τη φυλή που τους διαδεχόταν κάθε επόμενο χρόνο στα έδρανα του Πρυτανείου ανανεώνοντας τον κύκλο διακυβέρνησης. Για τον Κωμάστα σε γάμο από έρωτα με την Ευφροσύνα την κόρη του Δίφυλου Απολλοδότου αυτοί οι χαρακτηρισμοί ήταν μάλλον ανόητοι, αλλά σιγούσε και φρόντιζε παρουσία των συγγενών της φυλής να μην φαίνεται ότι αυτός υστερεί σε φυλετικό φρόνημα. Δυο έτη στην "αγέλα", τη στρατιωτική θητεία δεν είχε κάμει αντιπάθεια από καμμία φυλή, ούτε -το κυριότερο- από τη δική του.
Ήταν γνωστό βέβαια ότι οι Δίφυλοι με τη σειρά τους κύρητταν ότι αποτελούσαν τη φυλή που αντιπρσώπευε τη Λύκτο περισσότερο από όλες τις άλλες, και έλεγαν ότι οι "αλάζόνες της Αρχείας" μπορούσαν κάλλιστα να ταιριάξουν τα στεφάνια τους με την ομώνυμη φυλή της Κνωσού. Πράγμα που ήταν αρκετό για να ανάψει τα αίματα, καθώς η Κνώσια γη απείχε μεν 120 στάδια προς δυσμάς αλλά για κάθε Λύκτιο ήταν η προαιώνια αντίπαλος. Από τον καιρό του Φωκικού πολέμου πάνω από μια εκατονταετία πριν, όταν οι καταραμένοι οι Κνώσιοι πλήρωσαν τους ιερόσυλους του Φαλαίκου για να επιτεθούν στην μητρίδα τους, να σκοτώσουν και να κάψουν. Και τα σημάδια αυτής της έχθρας ήταν από πάντα και παντού. Κοντά στη βάση του βωμού του Φοίβου στα δυτικά τείχη ορθώνεται ο αδριάντας ενός μεσήλικα με μακριά γενια και αραιή κώμη με χαραγμένη στο όπλο που φέρει παρά πόδας τη λέξη Αρχίδαμος. Κάθε χρόνο στεφανώνεται και καθαρίζεται στα Κάρνεια, και όλοι οι παριστάμενοι κάθε τάξης πολίτες και περίοικοι και δούλοι θυμούνται πως η χώρα απελευθέρωθηκε από την ξένη κατοχή με τη βοήθεια της Σπάρτης. Κάθε χρόνο γεμίζει αναθήματα από τόξα, φαρέτρες και βέλη μπροστά στο βωμό ο μέγας Ναός του Απόλλωνα και κανείς δεν ξεχνά (φροντίζει και ο ύμνος του Καλλίμαχου προς το θεό για αυτό) ότι το καλύτερο τόξο στην υφήλιο το κρατά η χέρα του Λυκτίου πολεμιστή. Κανείς δεν ξεχνά τη βοήθεια των Λυκτίων στους Λάκωνες συγγενείς κατά το δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο. Ο γιός του Αγησιλάου ανταπέδωσε εξάλλου με το παραπάνω τη πρότερη τοξοτική βοήθεια. Περισσότερο από όλα τα άλλα, όλοι ανυπομονούν όσο κοντεύει η γιορτή, τη φωνή και τη μελωδία των κιθαρωδών και των ιεραύλων και τον παιάνα να δονεί τον αέρα:
χρύσεα τὠπόλλωνι τό τ᾽ ἐνδυτὸν ἥ τ᾽ ἐπιπορπίς
ἥ τε λύρη τό τ᾽ ἄεμμα τὸ Λύκτιον ἥ τε φαρέτρη,
χρύσεα καὶ τὰ πέδιλα: πολύχρυσος γὰρ Ἀπόλλων
Αυτοί που περισσότερο έκαναν φασαρία σε αυτό το θέμα φυσικά, ήταν οι Δυμάνες. Η τρίτη φυλή στη σειρά επαίρετο με προκλητικό τρόπο εκνευρίζοντας ακόμα και έναν Στωικό ως η αυθεντικότερη Δωρική φυλή "όπως κάθε ομώνυμη φυλή του Δωρικού έθνους". Βέβαια οι Λασύνθιοι, έτερη φυλή της Λύκτου και αυτοί, απόγονοι Ετεοκρήτων της ανατολικής Λυκτίας χώρας γύρω από τα βουνά της Δίκτης, σύμφωνα με τους καταλόγους που κρατούσαν οι μνάμονες στο Ναό της Αθηνάς Πολιάδας, δεν έμεναν αμέτοχοι σε πείραγμα. Υποστήριζαν με σαρκαστικό τρόπο ότι οι περισσότεροι Δυμάνες της Λύκτου ήταν νόθοι Δυμανισσών και γεροδεμένων Μνωιτών, των δημόσιων δούλων της πόλης. Αυτό τώρα αν ήταν αλήθεια ή ψέμα κανείς δεν ήξερε, αν και κοινό μυστικό ήταν ότι πολλές από τις γυναίκες της φυλής του, επίσης διατηρούσαν στενές επαφές με τους Αφαμιώτες ή τους Κλαρώτες δούλους που εργάζονταν στα κτήματα των Αρχείων. Η Κρητική οικετηία μάλλον δεν είχε λόγο να επαναστατήσει! Πάντως αυτό και μόνο αρκούσε για να προκαλέσει μια ανταλλαγή εύθυμων περιπαιχτικών σχολίων για την καταγωγή των μεν και την πολιτογράφηση των δε, προς τέρψιν όλων των υπόλοιπων κάποιες χειμερινές βραδιές στα ανδρεία.
Θυμόταν καλά την πρώτη φορά που είχε ψηφίσει για τη φυλή. Ήταν πριν δεκάξι χρόνια, εικοσιενός ετών, μόλις είχε απολυθεί από την αγέλα και είχε ζητήσει την Ευφροσύνα σε γάμο. Ο ίδιος δεν ήταν και ο τελευταίος δρομέας, ο πεθερός του δεν έφερε αντίρρηση. Ίσως βοήθησε το ότι ο οίκος τους είχε μεγάλη παράδοση στα πολιτικά της Δικταίας, από τα χρόνια του πάππου του Λασθένη, επιτυχημένου Κοσμόπολι της Λυκτίας χώρας, και στη συνέχεια σεβάσμιου βουλευτή της Γερουσίας μέχρι το θάνατό του, ως το νεώτερο το θείο Κλευμενίδα ακέραιου Κόσμου-Ιεροργού, που έβαζε ξανά υποψηφιότητα τότε βαδίζοντας στα χνάρια του πατρός. Μόλις είχαν περάσει τα απαραίτητα εννέα έτη ώστε να μπορεί να επανεκλεγεί και ήθελε να ξαναπάρει το ίδιο αξίωμα. Από την οικογένεια υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός από τότε για τις εκλογές. Για κάποιο λόγο θεωρούσαν ότι αν κάποιος από την οικογένεια διαχειριζόταν τα οικονομικά για τις εορτές της πόλης, ολόκληρη η οικογένεια θα αποκτούσε κάποιο πλεονέκτημα στους επαίνους.
Ο Κωμάστας ταξίδεψε πάλι με το μυαλό του 20 μέρες πριν. Το πρωί της νέας Σελήνης του μηνός Βελχανίου, στο πρωτοβρόχι του φθινοπώρου του τέταρτου έτους της 139ης ολυμπιάδας. Το μήνα της εορτής του Βελχάνιου Διός μια δεκάδα εταιρείες των Αρχείων, οι ομάδες που σιτίζονταν στα ανδρέια δηλαδή συγκεντρώθηκαν στο μεγάλο θέατρο της Λύκτου και μέ απόλυτη τάξη παρά τη δυνατή βροχή, εξέλεξαν τους δέκα Κόσμους. Γύρω στα πεντακόσια όστρακα με χαραγμένα τα ονόματα μετρήθηκαν στο πιθάρι που χρησίμευε ως κάλπη, στημένο υπό τη σκέπη του προσκηνίου στο εμφανέστερο σημείο για τους θεατές. Μαζί με τους συμπολίτες της φυλής του, λούστηκε καρτερικά τη βροχή, στο διάζωμα του λαξευτού στη βουνοπλαγιά θεάτρου. ΕΦΕ,ΕΦΕ,ΕΦΕ στριφογύριζε μέσα του ενώ έσταζε πάνω του ποτάμι το νερό, το συνθηματικό της Αγωγής. Ευταξία-Φιλοπονία-Ευεξία. Μέχρι να διαβάσει ο Πρείγιστος, ο γέρος της Βουλής τα αποτελέσματα ύστερα από μια μακρόσυρτη ιεροτελεστία προοιμίων και ευχών, δεν κρατήθηκε από το να παρακαλέσει τον Εριούνιο να δώσει επιτέλους την έτερη αρετή της Κρητικής Αγωγής, τη βραχυλογία. Μα έπρεπε κάποιος να το φροντίσει! Τελικά ήρθε η ώρα της ανάγνωσης του καταλόγου: Πρώτος ο Αρχέμαχος Κρήτινα, δεύτερος ο Διοφάς Διαγόρα, τρίτος ο Ενδίαλος Δαματρίου, τέταρτος ο Κωμάστας Ευόδου..
Αποστολή εξετελέσθη λοιπόν! η οικογένεια του ανέλαβε την εκλογή του και τα κατάφερε. Αναστέναξε φροντίζοντας να μην το δείξει αγκαλιασμένος από τους συγγενείς και φίλους του. Η πραγματική δοκιμασία τον περίμενε σε ένα χρόνο όταν όφειλε να δώσει στην εκκλησία του λαού έναν απολογισμό της διοίκησης και των πράξεων του, ενώ το έτος που ακολουθούσε μπορούσε ανά πάσα στιγμή να κατηγορηθεί για κακή διαχείριση και να εκπέσει του αξιώματος, ντροπιάζοντας τον οίκο του.
Το τελυταίο που θα ήθελε ήταν να υποχρεώσει τον αδελφό του πατέρα του, τον Κλευμενίδα, δια βίου Γέροντα της Βουλής να μεσολαβήσει υπέρ του στην πρώτη απροσεξία. Ούτε να σκεφτεί δεν ήθελε τα έτοιμα σχόλια των κακεντρεχών συμπολιτών του: "Ο καλώς κυβερνήσας Κόσμος και ο ανηψιός της ακοσμίας -γέλως- φευ!"
Πρωτόκοσμος, Ιεροργός, Ξένιος, Πρατομήνιος.. άρχισε ο κατάλογος των καθηκόντων που έπρεπε να μοιραστούν οι νέοι Κόσμοι. Επώνυμος άρχων, φροντιστής των εορτών, δικαστής των ξένων, γραμματέας, σταρταγέτας.. οι νέοι αξιωματούχοι καλούνταν στο Πρυτανείο για το υπόλοιπο της μέρας. Διαβουλέυσεις και μοίρασμα των καθηκόντων υπό την εποπτεία της Βουλής.
Μετά από μια κατηφορική πομπή από το θέατρο προς το Πρυτανείο, ορκίστηκαν στο βωμό της Πολιάδας και μπήκαν υπό το αυστηρό βλέμμα των παριστάμενων Βουλευτών στο κτίριο. Κάτω από το τρεμάμενο ημίφως των πυρσών κατάλαβε ότι τα δικά του βάσανα άρχιζαν με τον διορισμό του ως Κόσμου-γραμματέα. Με ότι και αν περίμενε η πόλη να τη φωτίσει, δεν μπορούσε να βρεί πιο ακατάλληλη παρομοίωση εκείνη τη κρύα και σκοτεινή βροχερή μέρα..
Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009
Κόραξ
Βόμβιζε ο τόπος από τον ήχο των τζιτζικιών. Το θερινό απόγευμα δρούσε υπνωτικά στην Λύκτο, την ισχυρή πόλη της ενδοχώρας. Καλοxτισμένη αμφιθεατρικά στις δυτικές υπώρειες της Λασύνθου, ξεχώριζε με τα ηλιόλουστα σπίτια της, κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό και πάνω από κατάφυτους λόφους. Σε ικανό υψόμετρο για τα δάση από σφένδαμο που την περιέβαλλαν, εκείνη την ώρα μόλις την άγγιζε ο Ζέφυρος για να επιβραβεύσει το καλότυχο της θέσης της. Έτσι αντιστάθμιζε την απόσταση που χώριζε τη Λύκτο, από τα λιμάνια της, τη Χερρόνασο και την Αρσινόη τα οποία εκείνη την ώρα, ογδόντα στάδια βορειότερα λούζονταν από την αύρα του Κρητικού πελάγους.
Χαρούμενες φωνές ξυπνήσανε το Λασθένη από το λίθινο πεζούλι που είχε κάμει κλίνη του εκμεταλλευόμενος τη δροσιά του περιστυλίου της εσωτερικής αυλής. Άνοιξε τα βλέφαρα και ανεσκώθηκε για να αντικρύσει το Κωμαστιό, το μικιό του εγγόνι που έφερε το όνομα του αδερφού του Κωμάστα και που χοροπηδώντας πέρα δώθε κρατούσε έναν κόρακα από τσι μεγάλες του φτερούγες. Από το μισάνοιχτο ράμφος ξεπρόβαλε μια αιματηρή γλώσσα. Στη μάλλινη ζώνη του κοπελιού σάλευε ο εντέρινος ιμάντας της ζωσμένης σφεντόνας, προδίδοντας την ιστορία των γεγονότων.
-Εξύπνησες πάππο!
Τον ξάνοιγε με καμάρι το επτάχρονο παιδί.
Ο Λασθένης πήρε μια βαθιά ανάσα, προσποιούμενος τον ανήξερο.
-Μα τσι Διδύμους, ιντά'παθες;
-Εσκότωσα ένα μαυροπούλι! Εχτύπησά το στα πάνω αμπέλια και το ξάμωσα ντελόγω!
-Ο γέρος 74 ετών έσκυψε την κεφαλή, έπιασε με τσι δυο του χέρες τη βαθιά γενειάδα του όσο μπορούσε πιο αργά και δραματικά, έσμιξε τα φρύδια και έριξε σκοτεινή μαθιά στο εγγόνι του. Αυτό σαν είδε έτσα λογής βλέμμα, ετρόμαξε κι ήφηκε να του πέσει χάμαι το τρόπαιο. Ένα αυθόρμητο δάκρυ χάθηκε γρήγορα στην πυκνή γενειάδα του Λασθένη.
-Τον κόρακα σκότωσες αντράκι μου; Βάλλε στην ανάγκη σου για κοπέλι! Κλούθα μου 'δα!
Τον έβαλε να το σκώσει και μαζί πήρανε το δρόμο μέχρι τον αγρό έξω από της οικεία της πόλης. Καθ'οδόν δεν σταμάτησε τις επιπλήξεις. Το Κωμαστιό πήγαινε ομπρός, αμίλητο. Ούτε ένα εύγε για το σημάδι, και το βραβείο για τον άθλο του ήτανε να τον μαλώνει ο παππούς.
-Μα για οχτρό ήκαμες το φίλο; Εκυνήγα τσι ποντικούς, πιστός στο ταίρι του κι ερμηνευτής μας. Ίντα τον επέρασες για κάπρο; Χρωστάς Κωμαστιό, τούτο το αίμα στο έθνος των κοράκων εδά.
Ο Λασθένης έδωσε εντολή και όσο ο ίδιος διόρθωνε το φράχτη ταιριάζοντας τις πέτρες του τράφου, ο μικρός έσκαβε σε μια άκρη του χωραφιού με αγριόχορτα ένα λάκκο για το κοράκι. Ο ήχος της διχάλας επένδυε το βόμβο χιλιάδων Τιθωνών. Δεν φαινόταν ούτε ένας από τους γεράζοντες εραστές της Ηούς να πολυνοιάζεται για την τελετή στο χωράφι. Αντιθέτως δεν ήταν πρόθυμοι να πάψουν ούτε στιγμή το μονότονο φθόγγο τους. Συνέχιζαν με την ίδια ένταση στο αποδιαφώτισμα τση μέρας. Όταν ο Κωμάστας ο σκαπανεύς στάθηκε έτοιμος να καλύψει με χώμα το λάκκο που εδά μπλιό περιείχε το νεκρό του κόρακα, ο Λασθένης έτεινε την παλάμη ανοιχτή προς το άνοιγμα.
-Στο χώμα αντράκι μου!
-Μα πάππο, δεν θα κυνηγώ κοράκους μπλιό!
-Με κτέρισμα να κυνηγάς η Πότνια δε θέλει!
Ο μικρός έβγαλε τη σφεντόνα από τη ζώνη και την άφησε απρόθυμα, για να καταλήξει στο λάκκο δίπλα στο θύμα της. Σκέπασε με το σωρό τα πάντα και πάνω τοποθέτησε όρθια τον τσούρλο με το Κάππα που είχε προ ημερών χαράξει με μια περόνη το Κωμαστιό για να δηλώσει σε όλους τη μηλιά που είχε πρώτη φορά φυτέψει. Πήγαν μαζί για το πηγάδι. Αφού έπλυναν χέρες και κεφαλή με νερό από τον κάδο, ο Λασθένης σήκωσε ένα πήλινο παρατημένο πλατύ δοχείο, το γέμισε με νερό και το έτεινε στο εγγόνι με σοβαρό τόνο:
-άδραξε τη φιάλη, Κωμάστα!
Ο μικρός έριξε αργά νερό πάνω ξεπλένοντας από τη σκόνη το σήμα, και το νερό απορροφήθηκε αμέσως από το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Άφησε να πέσει ανεστραμμένη τη δεξιά του, το χέρι της χοής για να δεχτεί το φιλικό χτύπημα του παππού του στον ώμο.
Στο γυρισμό για την οικεία τους ο Λασθένης κρατώντας από το χέρι τον εγγονό, του εξηγούσε πως ο Κόρακας ραμφίζει τα νερόφιδα, και μα τον Απόλλωνα που νίκησε τον Πύθωνα, αν δεν είχε νυστάξει μέχρι τότε θα του έδειχνε πως τον καταστέρισε μαζί με τον Κρατήρα του να πολεμά να ραμφίσει τις κουλούρες της Ύδρας αργά τις ξαστεριές του Θέρους.
-Οι ναυτικοί μας ήκουσαν τη δύναμη του θεού καταπλέοντας από την Κρήτη στην Κίρρα, και ίδρυσαν το ιερό του Πύθιου στους Δελφούς.
-Δεν τους οδηγούσε σαν δελφίνι πάππο;
Χαμογέλασε ο Λασθένης με την ερώτηση του μικρού.
-Το δελφίνι Κωμαστιό και ο κόρακας έχουν τη σοφία του θεού, μην το ξεχνάς! Και με τη χάρη της Δίκτυννας από αύριο θα σου μάθω να ξαμώνεις με το τόξο της οικογένειας, εκτός κι αν θες να παριστάνεις και μεγάλος το Ρόδιο σφενδονιστή! έκλεισες τα επτά, ο γιός μου από αύριο θα σε παίρνει στο ανδρείο μαζί του, στη βούα της φυλής μας!
-Κλουθώ σου πάππο! συμφώνησε το μικιό αρχίζοντας το τραγούδι που έμαθε ακούγοντας τους λυράρηδες που γυρνούσαν από τα συσσίτια, "Κοίρανο τον ελέγανε τον ένδοξο αρχηγό μας, τση Λύκτου τση καλόχτιστης πρώτη σποδό στην Τροία.."
Είχε απορροφηθεί ο Κωμάστας με το βλέμμα χαμένο στις φλόγες που τρεμόπαιζαν μπρος στο ιερό της Εστίας, τον ομφαλό της πόλης. Άντρας πια και Κόσμος-γραμματέας, μέλος της εκλεγμένης για ένα ενιαυτό κυβέρνησης μιας από τις φυλές μιας Κρητικής πόλης δηλαδή, τριάντα χρόνια αργότερα από τότε αναπολούσε το παρελθόν. Μέσα στην πρώτη αίθουσα του Πρυτανείου, περίμενε τους προξένους, καθισμένος στα έδρανα ανάμεσα στους υπόλοιπους εννέα Κόσμους της φυλής του, εκείνη τη μοιραία χρονιά που κυβερνούσε η Αρχεία φυλή, η δική του.
Απομονώνοντας την οχλαγωγή των υπόλοιπων αξιωματούχων και των φλύαρων Γερόντων της Βουλής που ερχόταν από τα πίσω θρανία, θυμόταν τον παππού του το Λασθένη και τον κόρακα. Και όσο αργούσαν οι πρόξενοι της Κνωσού και της Γόρτυνας, τόσο η ανάμνηση αυτή γινόταν ένα κακό προαίσθημα. Από την κεντρική θύρα του κτιρίου διέκρινε τα νέφη που στοιβάζονταν και μετρίαζαν τη λάμψη της πρόσφατα στιλβωμένης Πολιάδος Αθηνάς..
Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009
Μεταφυσική Αιτιοκρατία
Οι βασικοί ανταγωνιστές των κλασικών Στωικών, οι Επικούρειοι, και οι Σκεπτικοί φίλοι τους σαν τον Ρωμαίο φιλόσοφο και πολιτικό άνδρα Κικέρωνα, επέκριναν τους Στωικούς διότι αποδέχονταν την οπτική ότι ο Ζευς, άλλως γνωστός ως θείος Λόγος, σχεδίαζε πλήρως την πορεία των συμβάντων στον κόσμο.
Οι Επικούρειοι, ιδιαιτέρως, υποστήριζαν ότι δεν μπορούν όλα τα συμβάντα να καθορίζονται πλήρως από την πορεία των προηγούμενων συμβάντων. Πράγματι οι Επικούρειοι πίστευαν ότι όχι μόνο υπήρχαν γνησίως τυχαία συμβάντα, αλλά ότι αν τέτοια τυχαία συμβάντα δεν υπήρχαν εντός των νοών ή των ψυχών μας, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ελεύθεροι και υπεύθυνοι διότι θα είμασταν προδικασμένοι να πράξουμε όπως πράττουμε.
Αυτή η αντιπαράθεση αναβίωσε στο Μεσαίωνα και νωρίς στη σύγχρονη εποχή εντός θεολογικής μορφής: πώς είναι δυνατή η ελευθερία και η υπευθυνότητα αν ο Θεός προγραμματίζει κάθε τι ως την τελευταία λεπτομέρεια; Σε πιο πρόσφατη εποχή, επανεμφανίστηκε με μη θρησκευτική περιβολή: πώς είναι δυνατή η ελευθερία και η ηθική υπευθυνότητα αν η φύση είναι ένα πλήρως αιτιοκρατικό σύστημα (όπως πολλοί επιστήμονες επέμεναν προ της τρέχουσας δημοτικότητας της κβαντικής μηχανικής) ;
Γνωρίζω ότι είναι πρωτεύον θέμα εισαγωγής σε διαλέξεις Φιλοσοφίας, αλλά μετά από έτη συναλλαγών κατά διαστήματα με αυτό το πρόβλημα, κατέληξα στο συμπέρασμα (όχι ακριβώς με τον τρόπο τυχόντων εξουθενωτικών επιχειρημάτων, αν υπάρχουν τέτοια) ότι αυτό το πρόβλημα της ελευθερίας και αιτιοκρατίας είναι ένα ψευδοπρόβλημα.
Καταρχήν, αιτιοκρατία [determinism] (η οπτική ότι όλα τα συμβάντα δημιουργούνται με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά) και αυτοκαθορισμός [indeterminism] (η οπτική ότι υπάρχει τουλάχιστον μία εξαίρεση που διαψεύδει την αιτιοκρατία) είναι αμφότερα μεταφυσικά ζητήματα με την κακή έννοια του όρου. Η αντιπαράθεση είναι πλήρως ανεπίλυτη εμπειρικά, σαν την ερώτηση αν υπάρχει ένας Θεός που υπερβαίνει όχι μόνο το χώρο και το χρόνο αλλά ακόμα και την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Εμμάνουελ Καντ το είδε αυτό ξεκάθαρα στο έργο του, “Κριτική του Καθαρού Λόγου”.
Η Αιτιοκρατία δεν είναι ευαπόδεικτη διότι, καίτοι μαθαίνουμε όλο και καλύτερα πως συγκεκριμένα φαινόμενα προκαλούνται από πρότερα γεγονότα, πιθανότατα ποτέ δεν θα μάθουμε τα ίδια ή τους φυσικούς νόμους που τα κυβερνούν αρκετά καλά ώστε να γνωρίζουμε ότι δοθέντος της ακριβής κατάστασης του σύμπαντος σε κάποιο πρότερο χρόνο t0, το εν λόγω φαινόμενο έπρεπε ακριβώς να συμβεί σε t1, χωρίς καμμία ευκαιρία εναλλακτικής εμφάνισης στη θέση του.
Επιπλέον, η αιτιοκρατία δεν είναι αποδείξιμη διότι θα αρκούσε μόνο ένα αληθώς τυχαίο συμβάν για να βγει λάθος, και μακράν του να είμαι ο ίδιος παντογνώστρια θεότητα, δεν υπάρχει τρόπος που θα μπορούσα να γνωρίζω αν ένα τέτοιο συμβάν υπάρχει ή υπήρξε.
Ο αυτοκαθορισμός δεν είναι αποδείξιμος διότι για κάθε συμβάν που φαίνεται χωρίς αιτία αρκετή για να το παράξει, είναι δυνατόν να στερούμεθα τα υπερσύγχρονα εργαλεία μετρήσεων ώστε να ανιχνεύσουμε την αιτία του ή μια αρκετά εξελιγμένη επιστημονική θεωρία που να συνδέει την αιτία με το συμβάν. Κατά συνέπεια το πρόσχημα του αυτοκαθορισμού δύναται να ανακλά την άγνοια μας, όχι το “γεγονός” ότι υπάρχουν τυχαία συμβάντα.
Αλλά η εμπειρία μας της ελευθερίας και υπευθυνότητας δεν είναι η εμπειρία ενός τυχαίου ή αναίτιου συμβάντος. Έχει να κάνει περισσότερο με την επίγνωση (ή την γνωριμία με) τις πιθανές συνέπειες κάθε στοιχείου μιας σειράς διαθέσιμων επιλογών.
Βιώνουμε τις πράξεις μας ως ελεύθερες όταν είμαστε σε θέση να σταθμίσουμε τις διαθέσιμες δυνατότητες και όταν η επιλογή, καμωμένη υπό το φως της πρόβλεψης των αποτελεσμάτων, φαίνεται να είναι στην εξουσία μας. Έχω την εξουσία να το δημοσιεύσω αυτό ή όχι διότι ούτε αναπηρία ούτε περιορισμός ούτε άγνοια ούτε ψυχικός καταναγκασμός ορθώνεται στην πορεία της αποστολής ή της μη αποστολής του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η δράση μου στερείται κινήτρων αν το στείλω, αλλά το γεγονός ότι παρακινείται και ότι είναι σύμφωνη με τον χαρακτήρα και τις ικανότητες μου (εν μέρει καθορισμένη από αυτά και ίσως πλήρως καθορισμένη από αυτά μαζί με περιβαλλοντικές επιρροές και δράσεις άλλων ανθρώπων) δεν την κάνει ανελεύθερη. Ούτε με ελευθερώνει από την ευθύνη για τη δράση και τις συνέπειες της (μέχρις αυτού που θα αναμενόταν να προβλέψει ένα λογικό άτομο).
Ο κόσμος δεόντως επαινείται ή ψέγεται για το πως ο χαρακτήρας του (ο οποίος διαμορφώνει τις προθέσεις του και άρα τις επιλογές του) καθορίζει τις πράξεις του, όχι για την τυχαιότητα με την οποία προκαλούνται οι δράσεις του. Η μεγάλη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αφορά τον έπαινο ή ψόγο για τα παιδιά, ο χαρακτήρας των οποίων είναι κυρίως ασχημάτιστος και είναι στη διαδικασία διαμόρφωσης. Έπαινος και ψόγος σε αυτό το πλαίσιο δεν αφορά τον χαρακτήρα αλλά είναι φύσει παιδαγωγικός, στοχεύοντας στον μελλοντικό σχηματισμό του χαρακτήρα.
Οι αρχαίοι Στωικοί ήταν ορθοί τουλάχιστον σε αυτό το σημείο: αν η αιτιοκρατία αλήθευε αυτό δεν θα απέκλειε την υπευθυνότητα που έχουν τα ενήλικα λογικά όντα για τις πράξεις τους. Θα προσέθετα ότι ενδέχεται να αληθεύει, καίτοι (για τους προαναφερόμενους λόγους) δεν μπορούμε να το αποδείξουμε.
Dr. Jan Garrett
Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009
περί κακολογίας
Ὅταν σέ τις κακῶς ποιῇ ἢ κακῶς λέγῃ,
μέμνησο, ὅτι καθήκειν αὐτῷ οἰόμενος ποιεῖ ἢ λέγει.
οὐχ οἷόν τε οὖν ἀκολουθεῖν αὐτὸν τῷ σοὶ φαινομένῳ,
ἀλλὰ τῷ ἑαυτῷ,
ὥστε, εἰ κακῶς αὐτῷ φαίνεται,
ἐκεῖνος βλάπτεται, ὅστις καὶ ἐξηπάτηται.
καὶ γὰρ τὸ ἀληθὲς συμπεπλεγμένον ἄν τις ὑπολάβῃ ψεῦδος,
οὐ τὸ συμπεπλεγμένον βέβλαπται, ἀλλ' ὁ ἐξαπατηθείς.
ἀπὸ τούτων οὖν ὁρμώμενος πρᾴως ἕξεις πρὸς τὸν λοιδοροῦντα.
ἐπιφθέγγου γὰρ ἐφ' ἑκάστῳ ὅτι ‘ἔδοξεν αὐτῷ’.
Όταν ένας σε κακοποιεί ή σε κακολογεί, θυμήσου ότι το κάνει επειδή νομίζει ότι αυτό είναι το σωστό. Δεν είναι δυνατό βέβαια ν΄ακολουθεί αυτό που πιστεύεις εσύ και όχι αυτό που πιστεύει ο ίδιος. Ώστε, αν αυτό που πιστεύει είναι στραβό, εκείνος ζημιώνεται που έχει απατηθεί. Γιατί, αν στο συλλογισμό του δεν διακρίνει την αλήθεια και την πάρει για ψέμα, δεν ζημιώνεται η αλήθεια, αλλά αυτός που γελάστηκε. Πάρε λοιπόν αυτά ως βάση και θα υποφέρεις με υπομονή να σε κακολογούν, λέγοντας σε κάθε περίσταση: "Έτσι το έκρινε αυτός".
When someone treats you badly or speaks badly,
remember that thinking it is proper they do or say so.
So they are not able to follow what appears so to you,
but to themselves,
so that, if it appears wrong to them,
they are hurt, who are also deceived.
For if someone supposes that a compound truth is false,
the compound truth is not hurt, but the one deceived.
So starting from this you will be gentle to the insulting.
For declare each time, "It seemed so to them."