Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Πρυτανείον


Το Πρυτανείο της Λύκτου βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Χωριζόταν σε δύο μεγάλες αίθουσες με έδρανα και εστίες και δύο βοηθητικούς χώρους όπισθεν του κτιρίου. Στην πρώτη αίθουσα Κόσμοι και Βουλευτές σιτίζονταν και υποδέχονταν τις ξένες αντιπροσωπείες. Πίσω υπήρχε χώρος για την προετοιμασία της εστίασης. Στην δεύτερη αίθουσα συνεδρίαζαν οι εκλεγμένοι άρχοντες. Πίσω της στεγαζόταν το αρχείο και η βιβλιοθήκη του Πρυτανείου. Από την Βορινή κεντρική θύρα, τα μέλη της Ευνομίας όπως ονομαζόταν το συμβούλιο των Κόσμων έβγαιναν στον περίβολο από όπου μπορούσαν να δουν μεγάλο μέρος της πόλης. Απέναντι βρισκόταν η πλατεία της αγοράς, στη σκιά της ακρόπολης με τον Ναό της Αθηνάς Πολιάδος. Το πολεμικό άγαλμα της Αθηνάς έλαμπε εκτυφλωτικά από την ακρόπολη τα ηλιόλουστα μεσημέρια. Περιμετρικά της ακρόπολης και της αγοράς, τα διάφορα δημόσια κτίρια της Λύκτου και εμπορικά καταστήματα. Ακόμα πιο βόρεια το λαξευτό στο λόφο θέατρο στρεφόταν προφυλαγμένο από τον χειμερινό αέρα προς Νότον. Εκεί γίνονταν άλλωστε εκτός από παραστάσεις οι εκλογές των Κόσμων και οι συνελεύσεις της Εκκλησίας των Λυκτίων. Χαμηλότερα τα βόρεια τείχη ορθώνονταν ανάμεσα σε δύο βουνοπλαγιές. Στο κέντρο τους, άνοιγε η μεγάλη πύλη στην οποία έφτανε η θαλάσσια οδός, ο δρόμος προς τους λιμένες της πόλης. Δύο στάδια προς τα δυτικά τείχη φαινόταν το ύψωμα του τεμένους με το Ναό του Φοίβου, και χαμηλότερα το Ωδείο, το Γυμνάσιο, οι βωμοί των Ηρώων και το Στάδιο. Νότια πέρα από τις συνοικίες των ελεύθερων και περιοίκων απλώνονταν ανισοϋψή κτήματα, λόφοι με αμπέλια, ναϊσκοι και τεμένη, περιβόλια και αγροί με τις διάσπαρτες κατοικίες της Μνοίας, των δημόσιων δούλων και το Μαρνείον, όπου κάθε μήνα συνερχόταν η Μνώια σύνοδος, το συμβούλιο της Λύκτιας οικετηίας. Στα ανατολικά ελαιώνες, ανδρεία, στρατόπεδα και πέρα στο βάθος ως την επιβλητική οροσειρά της Δίκτης με το οροπέδιο της Λασύνθου, χαράκια, πρινοδάση και λιβάδια φιλοξενούσαν αετούς, κάπρους και αιγοπρόβατα. Αλήθεια, μια ματιά μόνο από τον περίβολο του Πρυτανείου έφτανε για να πειστεί ο οποιοσδήποτε ξένος ότι η Λύκτος ήταν αλήθεια οχυρωμένη από τη φύση και καλοχτισμένη.
Ευκτιμένη, ναι όπως τη λένε οι ποιητές, αλλά μάλλον αναγκαστικά αφού δεν διέθετε το παραμικρό ίσιωμα και πεδιάδα! Υποχρεωτικά έπρεπε να φτιάξουν οι προγόνοι τους κλιμακοστάσια, τράφους και τειχιά για να κατοικήσουν εκείνα τα βουνά! Χαμογέλασε για μια στιγμή ο Κωμαστάς. Η απόσπασή του αυτή κράτησε μόνο μια στιγμή γιατί την επόμενη οι ξένοι που πλησίαζαν όπως κατάλαβε από το βουητό του κόσμου, έφταναν μέσα από την Αγορά, με μπροστάρηδες πέντε γέροντες βουλευτές της Λύκτου. Διέκρινε τον γέρο Πρείγιστο και δίκην οδηγού, το θείο του Κλευμενίδα.
Ο Κωμάστας προσπάθησε να μαντέψει ποιούς έστελναν ως απεσταλμένους καθώς ο πρόξενος της Γόρτυνας Ευάμερος, ένας πλούσιος Λύκτιος με καταγωγή από τη Χερρόνασο που είχε πολλές φορές βοηθήσει τους Γορτυνίους, είχε πληροφορίες ότι η πολιτική κατάσταση δεν ήταν καλή και θα ήταν προτιμότερο να μην ανακατευτεί για την ώρα. Ίσως κινδύνευε ακόμα και η ζωή του. Από τη στιγμή που ο Ευάμερος δήλωσε κώλυμα, το μόνο που μάθαιναν ήταν ότι πρεσβεία των ενώσεων θα ερχόταν εκείνη τη μέρα για να τους επιδώσει κάποιο ψήφισμα. Η αγωνία του Κωμάστα λοιπόν ήταν δικαιολογημένη.
Δύο άνδρες με επίσημους χιτώνες κάτω από τα ταξιδιωτικά πανωφόρια και ραβδιά ξεχώρισαν από την ομάδα, εισήλθαν στο προαύλιο και με τον ήχο του τυμπάνου των τελετών ανέβηκαν στο πλατύσκαλο του Πρυτανείου όπου και στάθηκαν. Ακολουθούνταν από τους δούλους τους και έξι δρομείς ελαφρά οπλισμένους με τόξο και μικρή δερμάτινη ασπίδα στα χρώματα της Κνωσού. Πίσω τους οπισθοφυλακή, τους ακολουθούσε η Λύκτια περίπολος της ημέρας με δερμάτινους θώρακες και καλά οπλισμένη υπό τις διαταγές του αξιωματικού φρουράς. Ο Κλευμενίδας με μια τελετουργική κίνηση της δεξιάς έδειξε στους προξένους τον Πρωτόκοσμο της Λύκτου.
-Κοσμόπολι Αρχέμαχε, Κόσμοι της Λύκτου, χαίρετε!
Η δυνατή φωνή του ραβδοφόρου ξένου άρχισε με την τυπική προσφώνηση προς την επίσημη αρχή της Λύκτου.
-Εγώ είμαι ο πρόξενος Θηρίμαχος του Ευβουλίδα απεσταλμένος των Κνωσίων, των Παμφίλων κοσμιόντων, και δίπλα μου ο Σώδαμος του Αγαθοκλέα απεσταλμένος της κυβέρνηση των Αιθαλέων της Γόρτυνος. Φέρνουμε σε εσάς την πρόταση της συμμαχίας.
Με ένα νεύμα ο δούλος που στεκόταν πίσω του έβγαλε ένα τρίπτυχο από το σακίδιο και το έτεινε μπροστά. Ο Θηρίμαχος το πήρε και τα άνοιξε αργά. Πήρε βαθιά ανάσα έτοιμος να αναγνώσει το κείμενο που ήταν σκαλισμένο στην ξύλινη κερωμένη επιφάνεια των πινακίδων.
-Ποια συμμαχία είναι αυτή που σε ανάγκασε να έρθεις για να μας διαβάσεις την πρότασή της Θηρίμαχε;
Άκομψα τον διέκοψε καγχάζοντας ο Αρχέμαχος και ανοίγοντας την αγκαλιά του με ανοικτές προς τα πάνω παλάμες σε μια μάλλον θεατρική στάση, κάτι ανάμεσα σε απορία και προσευχή.
-Μια και μοναδική συμμαχία υπάρχει στην Κρήτη πλέον Κοσμόπολι!
Απάντησε θυμωμένα ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του ο Θηρίμαχος και συνέχισε ξεχνώντας ότι μια στιγμή πριν σκόπευε να διαβάσει την απόφαση που του εγχείρησε ο δούλος του. Ο Κωμάστας κατάλαβε ότι ο τρόπος του Αρχιμάχου τον είχε εκνευρίσει.
-Αγνοείς ότι η ένωση της Κνωσού και η ένωση της Γόρτυνας από φέτος είναι σε συνθήκη συμμαχίας; Η κρίση των συμμάχων για την πόλη σας, για την πόλη σας που α-πο-στα-τεί, είναι η άμεση παύση της αποστασίας και η υποταγή της στους όρους της πρότασης που φέρω! Αναλυτικά εγώ τώρα θα διαβάσω τους όρους της συνθήκης..
-Μα για ποια αποστασία μιλάς! Εσείς γέροντες της Λασύνθου καταλαβαίνετε πράμα;
Γύρισε απευθυνόμενος στους βουλευτές της φυλής που έδωσε την περσινή Ευνομία.
-Ίντα λέει ο πρόξενος; Αποστατήσαμε; Μα να μη μου πει κανείς πράμα! Ίντα φοβηθήκατε πως θα αγριέψω; πάνε τρεις μήνες μπλιο από τσι διακοπές που'καμα στη Γάζα!
Αυτή η φράση είχε αποτέλεσμα να ξεσπάσει το γέλιο του Κωμάστα και των υπολοίπων. Στη Γάζα της Παλαιστίνης είχαν γίνει φονικές μάχες και η μακρά πολιορκία της από τους Σελευκίδες είχε τελειώσει μόλις προ λίγων μηνών. Ως συνήθως Λύκτιοι και άλλοι Κρήτες μισθοφόροι μοιράζονταν στα δύο στρατόπεδα των Συριακών μαχών, μεταξύ Αντιόχου και Πτολεμαίων. Ο Αρχίμαχος είχε επιστρέψει σώος από τις μάχες και με ολόκληρους τους μισθούς του.
-Αυτή η στάση σου Αρχίμαχε δεν σου πρέπει. Απέχει πολύ σε δύναμη η πόλη σου για να αψηφάς τα λόγια και τους νόμους των ισχυρών.
-Πρόσεχε Θηρίμαχε γιατί όποιος έρχεται ακάλεστος για να απειλήσει, προσβάλλει ανθρώπους και Θεούς μαζί.
-Όποιος αντιστέκεται χωρίς να μετρήσει το συμφέρον του πρώτα, μόνο μάταιη μπορεί βοήθεια να αναμένει. Σκεφτείτε το συμφέρον σας και πράξτε αναλόγως.
-Αν το συμφέρον μας είναι να υποταχτούμε στην Κνωσό, να είσαι σίγουρος πως κόντρα σε τέτοιο συμφέρον θα πάμε.
-Οι όροι της συμμαχίας είναι γραμμένοι. Η συμμαχία μας περιμένει την απάντησή σου.
-Η Κνωσός και όχι η συμμαχία θα έχει την απάντηση της Λύκτου, όχι τη δική μου! Και μάλιστα πριν την αυριανή δύση κιόλας!
-Όπως νομίζεις!
Στην αμηχανία της σιωπής που ακολούθησε επενέβη ο Κλευμενίδας με τον γνώριμο συμβιβαστικό του τρόπο.
-Ας αφήσουμε την ένταση μα τον Ξένιο! Ας υποδεχτούμε ανθρώπους που πατάνε πρώτη φορά το πόδι τους στην πόλη όπως πρέπει στις πολιτισμένες κοινωνίες! Εμπρός ας τους οδηγήσουμε στο Κοιμητήριο για να αναπαυθούν μέχρι το δείπνο. Για να μπορέσουν να μεταφέρουν τις απαντήσεις μας πρέπει να κατανοήσουμε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.
-Σοφά μιλάς Κλευμενίδα! Εμείς είμαστε μόνο απεσταλμένοι άλλωστε. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί.
Αφού τόνισε την τελευταία φράση με έναν περίεργο τρόπο, ο Σώδαμος βρήκε την αφορμή και πήρε το τρίπτυχο από το χέρι του Θηρίμαχου δίνοντάς το στον Κλευμενίδα.
-Ώρα να αναπαυθούμε λοιπόν! Πάμε Θηρίμαχε;
-Θα σας περιμένουμε στο δείπνο.
Τους αποχαιρέτησε τυπικά ο Αρχίμαχος, φροντίζοντας να μην δείξει ότι έβραζε μέσα του.
Ο Κλευμενίδας έδωσε το κείμενο ψιθυρίζοντας κάτι στον Αρχίμαχο και στη συνέχεια συνόδεψε μαζί με τους υπολοίπους, τους προξένους στο δημόσιο κτίριο του Κοιμητηρίου. Εκείνο ήταν το μέρος όπου φιλοξενούνταν και διανυκτέρευαν όλοι οι ξένοι εάν δεν διέμεναν στις οικίες των προξένων της πόλης τους φυσικά.
Όταν είχαν απομακρυνθεί ο Αρχίμαχος φώναξε τον Ονάσιμο τον αφαμιώτη του για να ειδοποιήσει τους αρχηγούς των εταιρειών που θα συνέρχονταν στα τέσσερα Ανδρεία της πόλης για το συσσίτιο σχετικά με το τελεσίγραφο της Κνωσού ώστε να συγκληθεί Εκκλησία το επόμενο πρωινό.
-Διοφά, φρόντισε να ειδοποιηθούν τα στρατόπεδα, αύριο στο θέατρο θέλω τους δρομείς παρόντες!
Ο Διοφάς, ο Κόσμος σταρταγέτας έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του, θα έστελνε μάλλον τους βοηθούς του να τρέξουν για τους υπαίθριους στρατώνες των δρομέων, των ένοπλων ανδρών ηλικίας άνω των είκοσι ετών που εκείνη την εποχή συμμετείχαν σε ασκήσεις στα ανατολικά βουνά. Μετά τη δίχρονη στρατιωτική θητεία τους, οι πολίτες πλέον Λύκτιοι ονομάζονταν “δρομείς” και μπορούσαν να πάρουν γυναίκα από τη Λύκτο ή από όποια άλλη πόλη είχε συνθήκη επιγαμίας μαζί τους. Η γυναίκα θα ήταν το αφεντικό της οικείας τους αφού εκείνοι όφειλαν να ζουν σε στρατόπεδα. Οι δρομείς αποτελούσαν την πολεμική μηχανή της Λύκτου, γυμνάζονταν και ασκούνταν συνεχώς. Μόνο στο τριακοστό έτος της ζωής του έπαυε να ονομάζεται δρομέας και αποκτούσε το δικαίωμα να ζήσει μόνιμα με την οικογένειά του στο σπίτι.
Εκείνο το απόγευμα ο Κωμάστας μαζί με τους υπόλοιπους άρχοντες το πέρασε μελετώντας το ψήφισμα της συμαχίας των δύο ενώσεων, και όσο το μελετούσαν τόσο περισσότερο βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Τα λόγια του Σώδαμου του είχαν φανεί γεμάτα υπονοούμενα. Κάτι έκρυβε η Γόρτυνα. Η μεγάλη αντίπαλος της Κνωσού για αιώνες, ξαφνικά σύμμαχός της; Δεν ήταν δυνατόν! Ώστε “εποιήσαντο πάσαν ταν Κρήταν υφ'εαυτούς πλην τας Λυκτίων πόλεως” ; Μα δεν τση κατέχανε καλά! Κακά μαντάτα θα'φέρνανε πίσω!

1 σχόλιο: